- σημαντῆρι
- σημαντήρherdsmanmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σημαντήρι — το / σημαντήριον, ΝΜΑ νεοελλ. μσν. το σήμαντρο τών μοναστηριών αρχ. 1. σφραγίδα πάνω σε κάτι που πρέπει να μείνει άθικτο 2. νομισματοκοπείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σημαίνω + επίθημα τήρι(ον) (πρβλ. πειραχ τήρι[ον])] … Dictionary of Greek
σημαντήριον — τὸ, ΜΑ βλ. σημαντήρι … Dictionary of Greek
ИОАНН КУКУЗЕЛЬ — [Пападопул; греч. ᾿Ιωάννης Κουκουζέλης Παπαδόπουλος, ὁ μαΐστωρ] († до 1341), прп. (пам. греч. 1 окт.; во 2 ю Неделю по Пятидесятнице в Соборе Афонских преподобных), маистор (руководитель придворного хора), мон. Великой Лавры на Афоне, визант.… … Православная энциклопедия